κερουλκώ

Greek Monolingual

κερουλκός
ναυτ. διευθετώ τις κεραίες ιστιοφόρου πλοίου και τοποθετώ τα ιστία που κρέμονται απ' αυτές στην κατάλληλη θέση, κν. μπρατσάρω.