κερόκωπος

Greek (Liddell-Scott)

κερόκωπος: -ον, ἔχων τὴν κώπην ἢ λαβὴν ἐκ κέρατος, ξίφος Μοσχόπουλ. Περὶ σχεδῶν σ. 39.

Greek Monolingual

κερόκωπος, -ον (Μ)
αυτός που έχει κώπη, δηλ. λαβή, από κέρατοξίφος κερόκωπον», Μοσχόπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέρας + -κωπος (< κώπη), πρβλ. ελεφαντόκωπος, σιδηρόκωπος].