σιδηρόκωπος

From LSJ

Ὡς πάντα τιμῆς ἐστι πλὴν τρόπου κακοῦ → Ut cuncta nunc sunt cara, nisi mores mali → Charakterlosigkeit allein bleibt ohne Ehr

Menander, Monostichoi, 559
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σῐδηρόκωπος Medium diacritics: σιδηρόκωπος Low diacritics: σιδηρόκωπος Capitals: ΣΙΔΗΡΟΚΩΠΟΣ
Transliteration A: sidērókōpos Transliteration B: sidērokōpos Transliteration C: sidirokopos Beta Code: sidhro/kwpos

English (LSJ)

σιδηρόκωπον, armed with iron, Ἕλλαν Tim.Pers.155.

Greek Monolingual

-ον, Α
οπλισμένος με σίδηρο, με σιδερένια όπλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο- + -κωπος (< κώπη «κουπί, σπαθί»), πρβλ. ἐλεφαντόκωπος].