σιδηρόκωπος
From LSJ
Ὡς πάντα τιμῆς ἐστι πλὴν τρόπου κακοῦ → Ut cuncta nunc sunt cara, nisi mores mali → Charakterlosigkeit allein bleibt ohne Ehr
English (LSJ)
σιδηρόκωπον, armed with iron, Ἕλλαν Tim.Pers.155.
Greek Monolingual
-ον, Α
οπλισμένος με σίδηρο, με σιδερένια όπλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο- + -κωπος (< κώπη «κουπί, σπαθί»), πρβλ. ἐλεφαντόκωπος].