σιδηρόκωπος
From LSJ
Full diacritics: σῐδηρόκωπος | Medium diacritics: σιδηρόκωπος | Low diacritics: σιδηρόκωπος | Capitals: ΣΙΔΗΡΟΚΩΠΟΣ |
Transliteration A: sidērókōpos | Transliteration B: sidērokōpos | Transliteration C: sidirokopos | Beta Code: sidhro/kwpos |
σιδηρόκωπον, armed with iron, Ἕλλαν Tim.Pers.155.
-ον, Α
οπλισμένος με σίδηρο, με σιδερένια όπλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο- + -κωπος (< κώπη «κουπί, σπαθί»), πρβλ. ἐλεφαντόκωπος].