κερώ

Greek Monolingual

(I)
κερῶ, -άω (Α)
(επικ. τ. του κεράννυμι) αναμιγνύω, αραιώνω το κρασί με νερό.
(II)
κερῶ, -άω (Α) κέρας
καθιστώ κάτι κερατοειδές
2. παίρνω θέση στο κέρας στρατού («ἐδόθη παράγγελμα... τοῖς δ' εὐζώνοις κερᾱν», Πολ.).