αραιώνω

From LSJ

ἐπ' αὐτὸν ἐπενθρῴσκει πυρὶ καὶ στεροπαῖς ὁ Διὸς γενέτας, δειναὶ δ' ἅμ᾽ ἕπονται κῆρες ἀναπλάκητοι → the son of Zeus is springing upon him with fiery lightning, and with him come the dread unerring Fates

Source

Greek Monolingual

(AM ἀραιῶ, -όω)
κάνω κάτι αραιό, χαλαρό, πορώδες
νεοελλ.
1. (για πρόσωπα και πράγματα) μεγαλώνω τα κενά διαστήματα μεταξύ τους
2. ελαττώνω τη συχνότητα πράξεων ή συνηθειών
3. γίνομαι αραιός ή πιο αραιός απ' όσο ήμουν, γίνομαι λιγότερο συχνός («τελευταία αραίωσαν οι βίζιτες»).