κευθμός

English (LSJ)

ὁ, = κευθμών (hiding place, hole, corner, abyss, sanctuary, vault), Il. 13.28 (pl.), Lyc. 317, Call. Jov. 34.

German (Pape)

[Seite 1426] ὁ, dasselbe; Il. 13, 28; Callim. Iov. 34; bei Strab. XI, 495 als v.l.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
c. κευθμών.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κευθμός -οῦ, ὁ [κεύθω] schuilplaats.

Russian (Dvoretsky)

κευθμός: ὁ Hom. = κευθμών.

English (Autenrieth)

lair, pl., Il. 13.28†.

Greek Monolingual

ο (Α κευθμός) κεύθω
νεοελλ.
αμυντική διάταξη τών τάφρων τών οχυρών για προφύλαξη τών αμυνομένων
αρχ.
κευθμών, κρύπτη, κρυψώνας, σπηλιά.

Greek Monotonic

κευθμός: ὁ, = το επόμ., σε Ομήρ. Ιλ.

Greek (Liddell-Scott)

κευθμός: ὁ, = τῷ ἑπομ., Ἰλ. Ν. 28, Λυκόφρ. 317.

Middle Liddell

κευθμός, οῦ, = κευθμών, Il.]