κεφαλαιοκράτης

Greek Monolingual

ο, θηλ. κεφαλαιοκράτισσα
1. αυτός που κατέχει και εκμεταλλεύεται κεφάλαια, καπιταλιστής
2. οπαδός της κεφαλαιοκρατίας, του κεφαλαιοκρατικού οικονομικού συστήματος, του καπιταλισμού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεφάλαιο + κράτης (< κράτος), πρβλ. αριστο-κράτης, δημο-κράτης. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. capitaliste. Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Κοινωνία].