κεφαλαργῶ, -έω (Α)(μτγντ. αντί κεφαλαλγώ) προξενώ πονοκέφαλο σε κάποιον, ζαλίζω κάποιον («κεφαλαργεῖἐνοχλεῖ λαλῶν», Ησύχ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < κεφαλαργῶ, με ανομοίωση].