κεφαλουργός
English (LSJ)
ὁ, foreman of works, LW1666e (Lydia).
Greek (Liddell-Scott)
κεφαλουργός: ὁ, ἡ κεφαλή, ὁ πρῶτος τῶν ἐργατῶν, ὁ ἐπιστάτης ἐργατῶν, Ἐπιγρ. Μασταυρειτῶν ἐν L. et W. 1666c.
Greek Monolingual
κεφαλουργός, ὁ (Α)
ο επικεφαλής, ο επιστάτης εργατών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεφαλ(ο)- + -ουργός < ἔργον), πρβλ. δημιουργός, εριουργός].