κεχηνώς

French (Bailly abrégé)

υῖα, ός;
bouche bée.
Étymologie: part. de κέχηνα.

Russian (Dvoretsky)

κεχηνώς: ότος ὁ
1 part. pf. к χάσκω (или χαίνω) Hom.;
2 ротозей, зевака Arph.

Greek (Liddell-Scott)

κεχηνώς: ἴδε ἐν λέξ. χάσκω.

English (Autenrieth)

see χαίνω.

Greek Monolingual

κεχηνώς, -υῖα, -ός (Α)
1. αυτός που μένει με ανοιχτό το στόμα, αυτός που χάσκει, χάχας, κεχηναίος
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ κεχηνός
α) το κενό, το χάσμα, η χασμωδία («τὸ κεχηνὸς τοῦ ρυθμοῦ»)
β) το ανιαρό, η ανιαρότητα («κεχηκὸς καί ῥάθυμον τῆς διανοίας», Ιω. Χρυσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. του κέχηνα (παρακμ. του χαίνω «χάσκω, μένω με ανοιχτό το στόμα»].