χασμωδία
μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.
English (LSJ)
ἡ, hiatus in verse, Eust.11.33, 12.8, Sch.Ar.Pl.696.
German (Pape)
[Seite 1340] ἡ, immerwährendes, beständiges Gähnen, Schläfrigkeit, Trägheit, Plut. – Bei den Gramm. der Hiatus, auch ein Vers voller Hiatus, wo Einige χασμῳδία schreiben wollen, s. χασμωδέω.
Greek (Liddell-Scott)
χασμωδία: ἡ, κεχηνυῖα σύνθεσις στίχων, ὅταν πολλὰ φωνήεντα συμπίπτωσιν ὁμοῦ, φωνηέντων ἐπαλληλία, Εὐστ. 11. 33., 12. 8, κλπ.
Greek Monolingual
η, ΝΜ χασμώδης
γραμμ. κακόηχη συνάντηση φωνηέντων σε επάλληλες συλλαβές στο μέσον λέξης ή σε συνεκφορά, που δυσχεραίνει τη γοργή και απρόσκοπτη ροή του λόγου
νεοελλ.
μτφ. κενό, διακοπή της συνέχειας ή της ροής, κυρίως κατά την εκτέλεση μουσικού ή θεατρικού έργου.
Translations
Czech: hiát; Dutch: hiaat; Faroese: ljóðglopp; Finnish: hiatus; French: hiatus; German: Hiat, Hiatus; Greek: χασμωδία; Hungarian: hangrés, hangűr, hiátus, magánhangzó-torlódás; Irish: séanas; Portuguese: hiato; Russian: зияние, хиатус; Scottish Gaelic: hiatas; Spanish: hiato; Swedish: hiatus, vokalmöte