κηλέστης

English (LSJ)

κηλέστου, ὁ, beguiler, Suid., Zonar.

German (Pape)

[Seite 1430] ὁ, der Bezaubernde, Entzückende, VLL. Vgl. κηληκτάς u. κηλητής.

Greek (Liddell-Scott)

κηλέστης: -ου, ὁ, ἀπατεών, Σουΐδ. Ζωναρ.

Greek Monolingual

κηλέστης, ὁ (Α)
απατεώνας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κηλέσ-της < θ. κηλεσ- < κηλῶ «μαγεύω» και επίθημα -της (πρβλ. ηκέστης, ξέστης)].