κηποποΐα, ἡ (Μ)η δημιουργία κήπου.[ΕΤΥΜΟΛ. < κῆπος + -ποιΐα (< -ποιος < ποιῶ «δημιουργώ, εκτελώ»), πρβλ. εποποιία, ηθοποιία].