κηροδομῶ, -έω (Α)(για τις μέλισσες) οικοδομώ με κερί, κατασκευάζω κηρήθρες.[ΕΤΥΜΟΛ. < κηρός + -δομῶ (< δομώ < δόμος), πρβλ. λιθοδομώ, οικοδομώ].