κηρόομαι

English (LSJ)

Pass., (κήρ II) to be destroyed, be injured, EM 322.13; (κηρός, κηρόω) form for oneself in wax, be fastened with wax.

Russian (Dvoretsky)

κηρόομαι: лепить себе из воска (ἄγγεα Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

κηρόομαι: παθ. (κὴρ) καταστρέφομαι, βλάπτομαι, Κλήμ. Ἀλ. 76, Ἡσύχ.

Greek Monotonic

κηρόομαι: Παθ. (κηρός), Μέσ., καλύπτομαι με κερί, σε Ανθ.