ἄγγεα

From LSJ

πολιτεύω πόλεμον ἐκ πολέμου → make perpetual war the principle of government

Source

Greek (Liddell-Scott)

ἄγγεα: τά, (ἄγγος), τὰ γαλακτοδόχα ἀγγεῖα, Ὁμ. Ἰλ. Β. 471.