κικκαβάζω

English (LSJ)

(κικκαβίζω Phot.), shriek like a screech-owl, cj. Dobree for κακκ- in Ar. Lys. 761.

German (Pape)

[Seite 1437] = κικκαβίζω, Eust.

Greek (Liddell-Scott)

κικκαβάζω: ἐπὶ γλαυκός, φωνῶ κικκαβαῦ, κατὰ διόρθ. Δοβραίου, ἀντὶ κακκαβίζω, ἐν Ἀριστοφ. Λυσ. 760, ἴδε κικκαβαῦ.

Greek Monolingual

κικκαβάζω ή, στον Φώτ., κικκαβίζω (Α) κικκαβαύ
(για την κουκουβάγια) φωνάζω κικκαβαύ.