κιρράζω

Greek (Liddell-Scott)

κιρράζω: γίνομαι κιτρινωπός, κιτρινίζω, Εὐστ. Πονημάτ. 309. 9.

Greek Monolingual

κιρράζω (Μ) κιρρός
γίνομαι κίτρινος, κιτρινίζω.

German (Pape)

hellgelb sein, Eust.