κιρράζω: γίνομαι κιτρινωπός, κιτρινίζω, Εὐστ. Πονημάτ. 309. 9.
κιρράζω (Μ) κιρρόςγίνομαι κίτρινος, κιτρινίζω.
hellgelb sein, Eust.