κιτρινίζω

From LSJ

τίς ἥδε κραυγὴ καὶ δόμων περίστασις; → what means this uproar and thronging about the house, what means the crowd standing round the house?

Source

Greek (Liddell-Scott)

κιτρινίζω: (πιθαν. κιτρίζω), ἔχω τὸ χρῶμα τοῦ κίτρου, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Achmes.

Greek Monolingual

κίτρινος
1. αποκτώ κίτρινο χρώμα
2. δίνω σε κάτι κίτρινο χρώμα, βάφω κίτρινο κάτι.