κισσοειδής

English (LSJ)

κισσοειδές, like ivy, Dsc.2.166, Gal. 4.556: Subst. κ. (sc. γραμμή), ἡ, Math., the cissoid curve, Papp.54.21, Procl.in Euc.p.111 F. Adv. κισσοειδῶς Sch.Theoc.13.42.

German (Pape)

[Seite 1442] ές, epheuartig, φύλλα, Diosc. – Adv. bei Schol. Theocr. 13, 42.

Greek (Liddell-Scott)

κισσοειδής: -ές, ὅμοιος κισσῷ, Διοσκ. 2. 196, Γαλην. ― Ἐπίρρ. -δῶς, Σχόλ. εἰς Θεόκρ. 13. 42.

Greek Monolingual

-ές (Α κισσοειδής, -ές)
1. αυτός που μοιάζει με κισσό («φύλλα κισσοειδῆ», Διοσκ.)
2. φρ. «κισσοειδής καμπύλη» ή «κισσοειδής (γραμμή)» — η καμπύλη που επινόησε ο μαθηματικός Διοκλής για την επίλυση του προβλήματος διπλασιασμού του κύβου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κισσός + -ειδής (< εἶδος)].