κισσοστέφανος

English (LSJ)

κισσοστέφανον, ivy-crowned, of Dionysus, AP9.524.11.

German (Pape)

[Seite 1443] = Folgdm; Bacchus, Anth. IX, 524, 11.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
couronné de lierre.
Étymologie: κισσός, στέφανος.

Russian (Dvoretsky)

κισσοστέφᾰνος: увенчанный плющом (Βάκχος Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

κισσοστέφᾰνος: -ον, ἐστεμμένος κισσῷ, Ἀνθ. Π. 9, 524, 11.

Greek Monolingual

κισσοστέφανος, -ον (Α)
κισσοστεφής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κισσός + -στέφανος (< στέφανος), πρβλ. σταχυοστέφανος, χαλκοστέφανος.

Greek Monotonic

κισσοστέφανος: -ον, στεφανωμένος με κισσό, σε Ανθ.

Middle Liddell

κισσο-στέφᾰνος, ον
ivy-crowned, Anth.