κισσόβρυος

English (LSJ)

κισσόβρυον, luxuriant with ivy, Orph.H.30.4.

German (Pape)

[Seite 1442] voll von Epheu, epheubekränzt, Orph. H. in Bacch. 4.

Greek (Liddell-Scott)

κισσόβρῠος: -ον, βρύων κισσοῦ, κατακεκαλυμμένος ὑπὸ κισσοῦ, Ὀρφ. Ὕμν. 29. 4.

Greek Monolingual

κισσόβρυος, -ον (Α)
σκεπασμένος με κισσό, γεμάτος κισσό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κισσός + -βρυος (< βρύω)].