κιτρικός
Greek Monolingual
-ή, -ό [κίτρο(ν)]
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο κίτρο ή, γενικά, στα εσπεριδοειδή ή αυτός που προέρχεται από κίτρο
2. φρ. χημ. «κιτρικό οξύ» — άκυκλη οργανική ένωση, κορεσμένο υδροξυοξύ, γνωστό και με τη συστηματική ονομασία 3-καρβοξυ-3-υδροξυ-πεντανοδιοϊκό οξύ, που είναι πολύ διαδεδομένο στη φύση, διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στον λεγόμενο κύκλο του Κρεμπς και χρησιμοποιείται ευρύτατα στη βιομηχανία τροφίμων, την παραγωγή αναψυκτικών, τη φαρμακευτική, τη βαφική και άλλους κλάδους.