κλίκα

Greek Monolingual

η
1. ομάδα ατόμων τα οποία περιστοιχίζουν με κολακείες ισχυρό πρόσωπο με σκοπό την προαγωγή τών συμφερόντων τους
2. άτομα αλληλοϋποστηριζόμενα για επιδίωξη ιδιοτελών σκοπών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. clique < cliquer «χειροκροτώ»].