κλαυθμυρίς

English (LSJ)

-ίδος, ἡ, in plural, = κλαυθμυρισμός (crying like a child), Opp. C. 4.248 (with many vv.ll.; κλαυθμυρμῶν cj. Lehrs).

Greek Monolingual

κλαυθμυρίς, -ίδος, ἡ (Α)
κλαυθμυρισμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αν δεν πρόκειται για εσφ. γρφ., θα πρέπει να θεωρηθεί υποχωρητικό παρ. του κλαυθμυρίζω κατά το σχήμα -ίζω: -ις (πρβλ. ραμφίζω: ραμφίς)].