ραμφίς

Greek Monolingual

-ίδος, ἡ, Α
1. κυρτό άγκιστρο
2. (κατά τον Ησύχ.) «νεὼς εἶδος».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥάμφος + κατάλ. -ίς, -ίδος (πρβλ. κορωνίς)].