κλεῖσις, ή (AM Α αττ. τ. κλῇσις) κλείω (Ι)]η ενέργεια του κλείνω, κλείσιμο, κλείδωμαμσν.κλεισώρεια, κλεισούρα, στενή διάβαση ανάμεσα σε βουνά ή δύσβατους τόπους, δερβένι («ἐν τῇ κλείσει τῶν ἐν τοῖς Βοδηνοῖς ὀρῶν», Γ. Ακροπ.).