κλῇσις
περὶ οὐδὲν γὰρ οὕτως ὑπάρχει τῶν ἀνθρωπίνων ἔργων βεβαιότης ὡς περὶ τὰς ἐνεργείας τὰς κατ' ἀρετήν → since none of man's functions possess the quality of permanence so fully as the activities in conformity with virtue
English (LSJ)
-εως, ἡ, (κλείω¹) closing, τῶν λιμένων Th. 2.94, cf. 7.70; — written κλεῖσις, Aen.Tact. 20.1.
German (Pape)
[Seite 1452] ἡ, att. für κλεῖσις, w. m. s.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
att. c. κλεῖσις.
Greek Monolingual
κλῇσις, ἡ (Α)
(αττ. τ.) βλ. κλείσις.
Greek Monotonic
κλῇσις: -εως, ἡ (κλῄω), κλείσιμο, κλείδωμα, εγκλεισμός, σε Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
κλῇσις: и κλεῖσις, εως ἡ κλείω I]
1 запирание (τῶν λιμένων Thuc.);
2 запор, преграда, заграждение (λύειν τὰς κλῄσεις Thuc.).
Middle Liddell
κλῇσις, εως κλῄω
a shutting up, closing, Thuc.
Lexicon Thucydideum
praeclusio, blocking up, 2.94.4, [vulgo commonly κλείσει]
claustrum, bar, bolt, 7.70.2, [alii others κλείσεις].