κλεισώρεια

From LSJ

ἄφες ἡμῖν τὰ ὀφειλήματα ἡμῶνforgive us our trespasses

Source

German (Pape)

[Seite 1448] ἡ, Bergverschluß, enger Gebirgspaß, Suid.

Greek (Liddell-Scott)

κλεισώρεια: ἡ, (ὄρος) διάβασις κεκλεισμένη ἑκατέρωθεν ὑπὸ ὀρέων, ὡς τὸ «κλεισοῦρα», Θεοφυλ. Σιμ. Ἱστ. 7. 14.

Greek Monolingual

η (Μ κλεισώρεια)
στενή διάβαση μεταξύ δύο βουνών, κλεισούρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλεισούρα, κατά τα κρημν-ώρεια υπ-ώρεια].