κλεπταποδοχή

Greek Monolingual

η
η εν γνώσει αποδοχή και απόκρυψη ή χρήση κλοπιμαίων πραγμάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. κλεπτ-αποδοχή (αντί του ορθ. κλοπιμαιο-αποδοχή), κατά το κλεπτ-αποδόχος < κλέπτω + ἀποδοχή (< ἀποδέχομαι). Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στο Λεξικόν ελληνογαλλικόν του Νικόλαου Κοντόπουλου].