κλεψίνους, -ουν και -οος, -οον (Α)αυτός που εξαπατά τον νου, δολερός, απατηλός.[ΕΤΥΜΟΛ. < κλεψι- (< κλέπτω) + -νους (< νοῦς), πρβλ. βραδύνους, οξύνους. Σύνθ. του τύπου τερψί-μβροτος].
zusammengezogen st. κλεψίνοος.