κλεψιγαμώ

Greek Monolingual

κλεψιγαμῶ, -έω (Α) κλεψίγαμος
συνευρίσκομαι κρυφά με ξένη γυναίκα, ή με ξένο άνδρα, παραβαίνω την υπόσχεση του γάμου, μοιχεύω
αρχ.
διαφθείρω, διακορεύω.