κλεψιγαμῶ, -έω (Α) κλεψίγαμοςσυνευρίσκομαι κρυφά με ξένη γυναίκα, ή με ξένο άνδρα, παραβαίνω την υπόσχεση του γάμου, μοιχεύωαρχ.διαφθείρω, διακορεύω.