κλεψιμαχώ

Greek Monolingual

κλεψιμαχῶ, -έω (Μ)
μάχομαι κρυφά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλεψι- + μαχῶ (< -μάχος < μάχη), πρβλ. μονομαχώ, ξιφομαχώ].