κλεψιτόκος

English (LSJ)

κλεψιτόκον, concealing offspring, Opp.C.3.11, Nonn. D. 28.317.

German (Pape)

[Seite 1449] heimlich gebärend, od. das Geborene entwendend, Rhea, Opp. Cyn. 3, 11.

Greek (Liddell-Scott)

κλεψῐτόκος: -ον, ἐπὶ γυναικός, ἡ τίκτουσα κρυφίως, Ὀππ. Κυν. 3. 11.

Greek Monolingual

κλεψιτόκος, -ον (Α)
(για γυναίκα και κυρίως ως επίθ. της Ρέας) αυτή που γεννά κρυφά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλεψι- (< κλέπτω) + -τόκος (< τόκος < τίκτω), πρβλ. αρρενοτόκος, ονειροτόκος. Σύνθ. του τύπου τερψί-μβροτος].