ἐν γενείου ξυλλογῇ τριχώματος → in the first harvest of a beard, in early manhood
ἀρρενοτόκος, -ον (Α)(για γυναίκα) αυτή που γεννά αρσενικά παιδιά.[ΕΤΥΜΟΛ. < άρρην, -ενος + -τοκος < τίκτω.