κλεψιφάγος

German (Pape)

[Seite 1449] heimlich essend, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κλεψῐφάγος: -ον, τρώγων κρυφίως, Ἐκκλ.

Greek Monolingual

κλεψιφάγος, -ον (Μ)
αυτός που τρώγει κρυφά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλεψι- (< κλέπτω) + -φάγος < θ. φαγ-, πρβλ. αόρ. β' -φαγ-ον), πρβλ. σαρκοφάγος, χορτοφάγος. Σύνθ. του τύπου τερψί-μβροτος].