κλεῖσις

English (LSJ)

-εως, ἡ, κλείω A) v. κλῇσις.

German (Pape)

[Seite 1448] ἡ, die Verschließung, Thuc. 2, 94, richtiger κλῇσις, als altattische Form, 7, 70.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
action de fermer, fermeture.
Étymologie: κλείω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κλεῖσις -εως, ἡ [κλείω] vergrendeling.

Russian (Dvoretsky)

κλεῖσις: ἡ = κλῇσις.

Greek Monolingual

κλεῖσις, ή (AM Α αττ. τ. κλῇσις) κλείω (Ι)]
η ενέργεια του κλείνω, κλείσιμο, κλείδωμα
μσν.
κλεισώρεια, κλεισούρα, στενή διάβαση ανάμεσα σε βουνά ή δύσβατους τόπους, δερβένι («ἐν τῇ κλείσει τῶν ἐν τοῖς Βοδηνοῖς ὀρῶν», Γ. Ακροπ.).

Greek Monotonic

κλεῖσις: -εως, ἡ (κλείω) = κλῇσις.

Greek (Liddell-Scott)

κλεῖσις: -εως, ἡ, (κλείω) ἴδε ἐν λέξ. κλῇσις.

Middle Liddell

κλεῖσις, εως κλείω = κλῇσις.]