κλιβανίζω
Greek Monolingual
1. βάζω κάτι στον φούρνο για ψήσιμο
2. αποστειρώνω, απολυμαίνω κάτι σε ειδικό κλίβανο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλίβανος. Η λ., στη μέσ. φωνή κλιβανίζομαι, μαρτυρείται από το 1872 στον Α. Καραγιάννη στο Δεισιδαιμονίας δοκίμων].
1. βάζω κάτι στον φούρνο για ψήσιμο
2. αποστειρώνω, απολυμαίνω κάτι σε ειδικό κλίβανο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλίβανος. Η λ., στη μέσ. φωνή κλιβανίζομαι, μαρτυρείται από το 1872 στον Α. Καραγιάννη στο Δεισιδαιμονίας δοκίμων].