ψήσιμο

From LSJ

πενία δ' ἀγνώμονάς γε τοὺς πολλοὺς ποιεῖ → Immemores beneficiorum gignit inopia → Die Armut macht die meisten rücksichtslos und hart

Menander, Monostichoi, 227

Greek Monolingual

το, Ν
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του ψήνω («το ψήσιμο του αρνιού»)
2. (γενικά) μαγείρεμα, βράσιμο («το ψήσιμο του καφέ»)
3. (σχετικά με πράγμ.) όπτηση («ψήσιμο κεραμεικών»)
4. μτφ. προσπάθεια για δημιουργία ερωτικού δεσμού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. αορ. έψησα του ψήνω + κατάλ. -ιμο (πρβλ. δέσιμο)].