ψήσιμο
Ὁ δ' ἀνεξέταστος βίος οὐ βιωτὸς ἀνθρώπῳ -> The unexamined life is not worth living
Plato, Apology of Socrates 38aGreek Monolingual
το, Ν
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του ψήνω («το ψήσιμο του αρνιού»)
2. (γενικά) μαγείρεμα, βράσιμο («το ψήσιμο του καφέ»)
3. (σχετικά με πράγμ.) όπτηση («ψήσιμο κεραμεικών»)
4. μτφ. προσπάθεια για δημιουργία ερωτικού δεσμού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. αορ. έψησα του ψήνω + κατάλ. -ιμο (πρβλ. δέσ-ιμο)].