κλοπιμαῖος

English (LSJ)

α, ον, acquired by theft, Luc.Icar.20; βόες Ant.Lib.23.4. Adv. κλοπιμαίως Glossaria.

German (Pape)

[Seite 1456] = Folgdm; gestohlen, Luc. Icarom. 20 u. a. Sp.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
volé, furtif.
Étymologie: κλοπή.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κλοπιμαῖος -α -ον [κλοπή] gestolen.

Russian (Dvoretsky)

κλοπῐμαῖος: краденый, ворованный Luc.

Greek (Liddell-Scott)

κλοπῐμαῖος: -α, -ον, = τῷ ἑπομ., Λουκ. Ἰκαρ. 20, Ἀντων. Λιβερᾶλ. 23. ― Ἐπίρρ. -ως.

Greek Monolingual

-αία, -αίο (AM κλοπιμαῖος, -αία, -αῖον) κλόπιμος
αυτός που αποκτήθηκε με κλοπή, ο κλεμμένος (α. «η αστυνομία δεν έχει βρει ακόμη όλα τα κλοπιμαία αντικείμενα» β. «τὸ φῶς αὐτὸ κλοπιμαῖόν τε καὶ νόθον εἶναι», Λουκιαν.)
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το κλοπιμαίο
το κλεμμένο αντικείμενο.
επίρρ...
κλοπιμαίως (Α)
με κλοπιμαίο τρόπο.

Greek Monotonic

κλοπῐμαῖος: -α, -ον = κλόπιος, σε Λουκ.

Middle Liddell

κλοπῐμαῖος, η, ον = κλόπιος, Luc.]

Translations

stolen

Arabic: مَسْرُوق‎; Egyptian Arabic: مسروق‎; Belarusian: крадзены, украдзены; Danish: stjålen, stjålet; Dutch: gestolen; Finnish: varastettu; French: volé; Georgian: მოპარული; German: gestohlen; Greek: κλεμμένος; Ancient Greek: ἁρπαγιμαῖος, ἁρπάγιμος, ἁρπακτός, ἁρπάλιμος, κλεμμάδιος, κλεψιμαῖος, κλοπαῖος, κλοπιμαῖος, συλήσιος, ὑφαρπάγιμος, φωρίδιος, φώριος; Hungarian: ellopott; Italian: rubato; Japanese: 盗まれた; Macedonian: украден; Marathi: चोरलेले, चोरलेला, चोरलेली; Norwegian Bokmål: stjålen; Polish: ukradziony; Portuguese: roubado, furtado; Rapa Nui: hakananai'a; Russian: краденный, украденный, ворованный; Spanish: robado; Swedish: stulen; Tagalog: nakaw; Turkish: çalıntı, çalınmış; Ukrainian: крадений, украдений