κλυστήρι

Greek Monolingual

το (AM κλυστήριον)
(νεοελλ.-μσν.)
1. κλυστήρας
2. κλύσμα
αρχ.
κλυστηρίδιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλυστήρ + υποκορ. κατάλ. -ι(ον), πρβλ. ποτήρ-ι(ον), ποτιστήρ-ι(ον)].