κλυστηρίδιον
From LSJ
Θεὸν προτίμα, δεύτερον δὲ τοὺς γονεῖς → Post deum habeas parentes proximo loco → Vor allem ehre Gott, die Eltern gleich nach ihm
English (LSJ)
τό, Sor.1.125, Orib.Fr.143, Paul.Aeg.3.23.
German (Pape)
[Seite 1457] τό, dim. zum Folgdn, Paul. Aeg.
Greek Monolingual
κλυστηρίδιον, τὸ (Α)
μικρός κλυστήρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλυστήρ + υποκορ. κατάλ. -ίδιον (πρβλ. βο-ΐδιον, παιγν-ίδιον)].