v. sub κλών.
[Seite 1458] ακος, ὁ, dim. zum Vorigen, Hesych.
κλῶναξ, ὁ (AM)μικρός κλώνος.[ΕΤΥΜΟΛ. < κλών + κατάλ. -αξ (πρβλ. θύνναξ, σκύλαξ)].