θύνναξ
From LSJ
English (LSJ)
-ᾱκος, ὁ, Dim. of θύννος, Eriph.3.
German (Pape)
[Seite 1225] ακος, ὁ, dim. zu θύννος, Eriph. bei Ath. VII, 302 e.
Greek (Liddell-Scott)
θύνναξ: -ᾱκος, ὁ, ὑποκορ. τοῦ θύννος, Ἐριφ. Μελ. 3.
Greek Monolingual
θύνναξ, -ακος, ὁ (Α)
μικρός θύννος, μικρός τον(ν)ος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποκορ. του θύννος κατά τα σκύλ-αξ, δέλφ-αξ].