κνημοδέτης
Greek Monolingual
ο
ταινία που συγκρατεί τις κάλτσες, καλτσοδέτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κνήμη + -δέτης (< δέω «δένω»), πρβλ. λαιμοδέτης, μυστακοδέτης. Η λ. μαρτυρείται από το 1893 στην εφημερίδα Άστυ].
ο
ταινία που συγκρατεί τις κάλτσες, καλτσοδέτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κνήμη + -δέτης (< δέω «δένω»), πρβλ. λαιμοδέτης, μυστακοδέτης. Η λ. μαρτυρείται από το 1893 στην εφημερίδα Άστυ].