κνημόω
English (LSJ)
aor. -ῶσαι, = περιχῶσαι, φράξαι, φθεῖραι, κλεῖσαι, ἐλθεῖν, Hsch.; -οῦμαι, = φθείρομαι, and -ωθῆναι, = φθαρῆναι, Id.; κνημωθείς is prob. f.l. for κημωθείς in Hermesian.7.38.
German (Pape)
[Seite 1460] mit Beinschienen umgeben, Hesych.; er erklärt auch φθεῖραι; u. so sagt von einem unglücklichen Liebhaber Hermesian. bei Ath. XIV, 598 a πολλάκι κνημωθεὶς κώμους εἶχε.
Greek (Liddell-Scott)
κνημόω: ὁπλίζω μὲ περικνημῖδας, Ἀντιόχ. Πανδέκτ. 1207Α. ΙΙ. τὸ παθητ. ἔχει διάφορον σημασίαν παρ᾿ Ἡσυχ., ὅστις ἑρμηνεύει τὸ κνημοῦσθαι διὰ τοῦ φθείρεσθαι ἐν διαφόροις γλώσσαις αὐτοῦ· καὶ ἐπὶ ταύτης τῆς σημασίας μεταχειρίζεται τὴν λέξιν ὁ Ἑρμησιάναξ παρ᾿ Ἀθην. 598Α, ἐπὶ ἀτυχοῦς τινος ἐραστοῦ, πολλάκι... κνημωθεὶς κώμους εἶχε σὺν Ἑξαμύῃ. Ἐπὶ ταύτης τῆς ἐννοίας τὸ ῥῆμα προφανῶς συγγενεύει πρὸς τὰ κνάω, κνήθω.