τό, Dim. of κνῖσα ΙΙ, Sch.Il.1.66.
κνῑσάριον: τό, ὑποκορ. τοῦ κνῖσα, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Α. 66.
κνισάριον, τὸ (Α)λίγη κνίσα.[ΕΤΥΜΟΛ. < κνῖσα + υποκορ. κατάλ. -άριον (πρβλ. παιδάριον, οψάριον)].