το κοιμίζω1. το να κοιμάται ή να κοιμίζεται κάποιος, η αποκοίμηση, το αποκοίμισμα2. μτφ. ξεγέλασμα κάποιου, η δόλια εξαπάτηση, το κορόιδεμα, η παραπλάνηση.