κοιλιοδουλεία
Greek Monolingual
η (Μ κοιλιοδουλεία και κοιλιοδουλειά)
λαιμαργία, γαστριμαργία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοιλία + -δουλεία (< δουλεία < δουλεύω), πρβλ. εθελοδουλεία, οφθαλμοδουλεία.
η (Μ κοιλιοδουλεία και κοιλιοδουλειά)
λαιμαργία, γαστριμαργία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοιλία + -δουλεία (< δουλεία < δουλεύω), πρβλ. εθελοδουλεία, οφθαλμοδουλεία.