κοιλιοπονώ

Greek Monolingual

κοιλιοπονῶ, -έω (Μ)
(για επίτοκη γυναίκα) έχω ωδίνες τοκετού, κοιλοπονώ κατά τον τοκετό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοιλία + πονῶ (< πόνος), πρβλ. ματαιοπονώ, οφθαλμοπονώ].